Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Για τις 12 Φλεβάρη

Ελληνοπενθούντες και κοινωνικά ανησυχούντες τηλεμαϊντανοί και αρθρογράφοι να σιγοντάρουν έγκριτους/ες παρουσιαστές/τριες ειδήσεων και ενημερωτικών εκπομπών ή να γεμίζουν σελίδες εφημερίδων και περιοδικών, στην κοινή τους προσπάθεια να ερμηνεύσουν τα γεγονότα της 12ης Φεβρουαρίου. Κάπως έτσι ξημέρωσε η επόμενη μέρα της ψήφισης του λεγόμενου και Μνημονίου νο 2 με τους συστημικούς ταγούς να απονοηματοδοτούν, να γενικεύουν, να αποπολιτικοποιούν και εν τέλει με το να συκοφαντούν και να καθυβρίζουν κοινωνικά υποκείμενα και πολιτικούς χώρους.

Όλο το ζουμί όμως βρισκόταν στο προηγούμενο βράδυ, σε ένα τηλεοπτικό κάδρο σπάνιας καλαισθησίας και απαράμιλλης ερμηνευτικής δυνατότητας, ο πρωθυπουργός κος Παπαδήμος ασκούσε κριτική στον καταναλωτισμό της ελληνικής κοινωνίας με φόντο φλεγόμενα εμπορικά καταστήματα και τραπεζικά υποκαταστήματα. Παραλείποντας βέβαια να μας πει ότι αυτή η καταναλωτική μανία υπήρξε η κινητήριος δύναμη της καπιταλιστικής οικονομίας για περίπου μισό αιώνα, πως η σταθεροποίηση και η αύξησή της αποτέλεσαν και αποτελούν γνωστικό αντικείμενο πανεπιστημιακών τμημάτων. Αφήνοντας απέξω το γεγονός ότι η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στη σφαίρα της κατανάλωσης και η διεύρυνση της ζήτησης αποτέλεσε τη μέγιστη επιτυχία του κεϋνσιανικού κοινωνικού κράτους, βάζοντας τα θεμέλια για την αλλοτρίωσή της και τον ενστερνισμό του διακυβεύματος της ατομικής προόδου και ετέρων μύθων κοινωνικής κινητικότητας.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν προέλασε ένα μεγάλο κομμάτι της γενιάς της επισφάλειας, της ανεργίας, των 2 ευρώ/ώρα, της απαξίωσης του βιοτικού επιπέδου και της βεβαιότητας ότι τα χειρότερα είναι μπροστά. Επιθυμώντας με ορμή να τραβήξει την ιστορία από το αυτί, να απαντήσει στην κοινωνική υποβάθμιση και να αφήσει την υπογραφή της στο χρονολόγιο ενός νέου εργασιακού μεσαίωνα που θα «τρέξουν» να εφαρμόσουν μικρά και μεγάλα αφεντικά. Και δεν φταίει αυτή αν ακόμα υπάρχουν ψευδαισθήσεις για ειρηνικές επαναστάσεις, οριοθετημένες εξεγέρσεις και καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Όσοι δεν βρίσκονταν εκεί, στις οδούς Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, μάλλον θα πρέπει να φροντίσουν να ενημερωθούν για το αυτονόητο, πως δηλαδή χιλιάδες άτομα χειροκροτούσαν τις ρίψεις των μολότωφ φωνάζοντας συνθήματα και λαμβάνοντας ενεργά μέρος στις συγκρούσεις.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών, συνταξιούχοι και εργαζόμενοι, καθόλου αμήχανοι ακόμα και  μπροστά στην αδυναμία τους να κατανοήσουν πλήρως το (όχι και τόσο) νέο αγωνιστικό υποκείμενο και σίγουρα χωρίς μένος απέναντι στην περίφημη καπήλευση του δικαιώματος τους να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά, υπέρτατοι τιμητές του οποίου ορίστηκαν αυτοβούλως κομματικά τσιράκια και τηλεαστέρες ۬ ενώ κομμάτια της επονομαζόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς έμειναν να αναρωτιούνται γιατί οι φωτιές ξεπηδούσαν από εκεί που δρούσε η αστυνομία, λες και η μάχη δινόταν αλλού από το σημείο στο οποίο αυτή δήλωνε την σιδερόφρακτη παρουσία της...
Μέρες γιορτής λοιπόν; Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Τα γεγονότα της Κυριακής είχαν τα χαρακτηριστικά μιας εξεγερτικής έκρηξης, σε καμία όμως περίπτωση αυτά μιας οργανωμένης ταξικής απάντησης στη λεηλασία των ζωών μας. Αντιθέτως, η πολύ μικρή συμμετοχή στη 48ωρη απεργία της Παρασκευής και του Σαββάτου (10-11/2) καταδεικνύει την αδυναμία της τάξης μας να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής. Αυτή τη φορά τα όποια επικοινωνιακά ελλείμματα δεν αποτελούν άλλοθι καθώς η κατάσταση ήταν τόσο έκρυθμη και η επίθεση στον κόσμο της εργασίας τόσο σφοδρή, που αυτός όφειλε να βρίσκεται «με το όπλο παρά πόδα». Γιατί λοιπόν αγνόησε τόσο εμφατικά το προσκλητήριο;
Σίγουρα ένα μέρος της ερμηνείας αυτής της απουσίας βρίσκεται στα έργα και ημέρες των σαλπιγκτών. Ας μην αναφερθούμε όμως μόνο στα πεπραγμένα των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ καθώς η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη και στα πρωτοβάθμια σωματεία ή στα σωματεία βάσης. Φαίνεται πως μεγάλη μερίδα εργαζομένων αδιαφορεί για την συμμετοχή της σε μορφώματα συλλογικής αντίστασης και διεκδίκησης, γεγονός που αναμφίβολα υπονομεύει τη διεξαγωγή αγώνων σε χώρους εργασίας και την ποιοτικοποίηση των χαρακτηριστικών τους. Δυστυχώς η επί δεκαετίες υποβάθμιση της ταξικής σύγκρουσης σε «διάλογο κοινωνικών εταίρων», οι αυξανόμενες δυνατότητες ενσωμάτωσης της χρυσής περιόδου της αστικής δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους, απάλειψαν από τους ορίζοντες (ακόμα και από το λεξιλόγιο) της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργατών το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, διανομής και κυκλοφορίας. Η αποδοχή του δικαιώματος των αφεντικών να κερδίζουν από την εργασία μας και η αυτονόητη υπαγωγή της εργασίας στα συμφέροντά τους, δυσχεραίνει την αποφυγή της μοιρολατρίας για την καταστροφή θέσεων εργασίας. Από την άλλη, ο στεγνός αντιμνημονιακός λόγος (αντί-ΕΕ, αντί-Δ.Ν.Τ., κτλ) χωρίς να θέτει το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και εργασίας και της υπαγωγής της τελευταίας στις κοινωνικές ανάγκες, χωρίς να ασκείται κριτική στην αυξανόμενη σύνδεση της επιβίωσης με την μισθωτή εργασία, σε μια εποχή που η έλλειψή της αυξάνεται ραγδαία, συμβάλλει στην επέκταση του φόβου και της μοιρολατρικής απραγίας, ενός αισθήματος αδυναμίας έναντι των διεθνών τεράτων.
Κάπως έτσι λοιπόν οι πορείες και οι συγκεντρώσεις της Παρασκευής και του Σαββάτου είχαν ελάχιστη συμμετοχή. Εξάλλου, ας μη γελιόμαστε, η έλλειψη αγωνιστικής κουλτούρας και η πίεση της αβεβαιότητας είχε από καιρό πριν οδηγήσει στη μικρή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις απεργίες, σε σχέση με το δημόσιο τομέα όπου υπήρχε μεγάλη εξασφάλιση όσον αφορά τη θέση εργασίας. Τώρα που η αβεβαιότητα επεκτάθηκε και στο δημόσιο τα αγωνιστικά δείγματα γραφής είναι έως τώρα απογοητευτικά. Συναρτημένο με τα παραπάνω είναι και το θέμα της απειροελάχιστης, σε σχέση με τον καταμετρημένο επισήμως πληθυσμό τους, συμμετοχής των ανέργων στις εκδηλώσεις της 48ωρης απεργίας γεγονός που φαίνεται να προκύπτει από την εσφαλμένη αντίληψη πολλών ανέργων ότι δεν αποτελούν κομμάτι των εργατικών/κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων. Κυρίως όμως η μη συμμετοχή οφείλεται, κατά την άποψη μας, στο γεγονός ότι οι εργατικές οργανώσεις και τα σωματεία δεν έχουν ανοίξει το ζήτημα της αναπαραγωγής της ίδιας της ζωής. Ο λόγος περί ανεργίας είναι καταγγελτικός και διεκδικητικός και ελάχιστα συνεισφέρει στην δημιουργία ενός γενικότερου ορίζοντα αγώνα ενάντια στο απειλητικό μέλλον. Πολύ περισσότερο τώρα που μία ενδεχόμενη άρνηση των ανέργων να παίξουν το ρόλο του εφεδρικού στρατού και του πολιορκητικού κριού στην περαιτέρω συμπίεση των εργατικών κεκτημένων θα είχε ολέθριες παρενέργειες για την ακολουθούμενη πολιτική. Επιπλέον είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα από την έμπρακτη αλληλεγγύη με τη δημιουργία δομών αλληλοβοήθειας, η αποτελεσματικότητα της οποίας θα επιτρέψει στον κόσμο της εργασίας συνολικά να αποδεσμευτεί από τα στερεότυπα περί αναγκαιότητας αφεντικών – πατεράδων και κεντρικών διοικήσεων.
Εν κατακλείδι, η ολοκληρωτική απαξίωση της ζωής του καθενός από εμάς ξεχωριστά, αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα με χαλασμένο ξυπνητήρι και απρόβλεπτο πυροκροτητή. Από τη μία είναι έτοιμη να σκάσει ανά πάσα στιγμή και απροειδοποίητα, καταφέρνοντας ανεξέλεγκτα τραύματα και ζημιές. Από την άλλη η κυριαρχία κράτους, αφεντικών και εργατοπατέρων μπορεί να επιβάλει μια ελεγχόμενη έκρηξη, μέσω ορισμού ημερομηνιών-ορόσημα προσπαθώντας να απορροφήσει το μεγάλο ωστικό κύμα που θα δημιουργηθεί από την μεγάλη συσσώρευση εκρηκτικής ύλης. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα οι δυναμικές απαντήσεις από τα πιο πιεσμένα κοινωνικά κομμάτια θα μοιάζουν όλο και πιο ξεκομμένες, ενώ η μηντιακή προπαγάνδα θα μπορεί ίσως ευκολότερα να υποβιβάζει τη σημασία τους σε μια αντιπαράθεση δίκην βεντέτας με τις κατασταλτικές δυνάμεις, όσο δεν θα καταφέρνουν να αρθρωθούν σε πιο συλλογικοποιημένες απαντήσεις καθώς και να στραφούν πιο συγκροτημένα ενάντια στο καθεστώς που επιβάλλει την εξαθλίωση.
Η 12η Φλεβάρη ήταν για τους εργάτες, τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι ήταν για τους μαθητές ο Δεκέμβρης του ’08. Για να μην πάει χαμένη η μέρα αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί με την δημιουργία καινούργιων δομών αλληλεγγύης και αγώνα μεταξύ των εργατών. Κάτι αντίστοιχο ήταν που κράτησε ζωντανή την εξέγερση του ’08. Μπορούμε να δημιουργήσουμε καινούργιες πραγματικότητες και να αλλάξουμε το κοινωνικό τοπίο; Το ερώτημα έχει ήδη τεθεί... Το μόνο σίγουρο είναι ότι νομοτέλειες και βεβαιότητες ανήκουν στο παρελθόν.
Με εξαίρεση ίσως το γεγονός ότι τη σωτηρία μας θα την κερδίσουμε μόνοι μας, γι’ αυτό ας προσέξουμε τι μορφή θα έχει…