Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Και εγένετο... ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ.

Evan Steenson

  Η αποχώρηση των «μεγάλων» εκδοτικών οίκων από την    Π.Ο.Ε.Β., την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοπωλών, που αποτελούσε το συλλογικό εργοδοτικό όργανο, και η συγκρότηση δικού τους συλλόγου, του ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ. (Ένωση Ελληνικού Βιβλίου), φαίνεται ότι εξυπηρετεί δύο επιδιώξεις: α) να αντλήσουν και να εκμεταλλευτούν αυτόνομα κονδύλια από το ΕΣΠΑ, εδραιώνοντας θέση ισχύος στην κλυδωνιζόμενη «μικροοικονομία» του κλάδου β) να μην υποχρεωθούν να εφαρμόσουν μια νέα κλαδική σύμβαση, ως μη μετέχοντες στην εργοδοτική ένωση που μέχρι πρότινος αναλάμβανε τη διαπραγμάτευση. Όπως βλέπουμε η οικονομία απελευθερώνεται - οι κρίσεις άλλωστε προσφέρουν ευκαιρίες όπως λένε οι υπέρμαχοι της ανταγωνιστικότητας- και τα ευχολόγια του υπουργείου για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων βρίσκουν τη θέση τους λίγο πιο κάτω από το υπογάστριο των αφεντικών. Την ίδια στιγμή εμείς καλούμαστε να αποφασίσουμε αν ο αγώνας δικαιώνεται με αυξημένα αριστερά ποσοστά.


Μια παλιά παροιμία λέει πως ό,τι κερδίζεται στον πόλεμο δεν χάνεται στα χαρτιά και για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι ο εχθρός βρίσκεται κυρίως εντός των τειχών. Από την ψήφιση των πρώτων εφαρμοστικών νόμων έως και σήμερα, μικρά και μεγάλα αφεντικά έχουν κάνει χρήση κάθε νομοθετικού πλεονεκτήματος, έχοντας επινοήσει ακόμα περισσότερα, πάντα στο όνομα της κρίσης και πάνω στα γερά θεμέλια της ιδιοκτησίας. Το μαγαζί είναι του αφεντικού και πρέπει να του φέρνει κέρδη, αν τα κέρδη μειώνονται την πληρώνουν οι εργάτες, λογικό δεν είναι; Κατά αντιστοιχία όμως είναι εξίσου λογικό οι απανταχού εργοδότες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού να αρνούνται να πληρώσουν για την αναπαραγωγή τμημάτων της εργατικής τάξης που δεν τους είναι απαραίτητα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την δυσαπορρόφηση εμπορευμάτων σε πολλές χώρες. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου προχωράει και αυτό δεν αποτελεί μια ειρηνική διαδικασία ούτε για το στρατόπεδο των αφεντικών. Συγχωνεύσεις, εξαγορές και πτωχεύσεις επιχειρήσεων είναι στο λεξιλόγιο του παγκόσμιου καπιταλισμού ήδη από τις αρχές του ΄80, στο πνεύμα του «μόνο οι σκληροί επιβιώνουν». Ένας χυδαίος νεοδαρβινισμός στις πλάτες των εργατών, όπου μεταφέρεται όλα αυτά τα χρόνια το επιχειρηματικό ρίσκο, στο πλαίσιο ενός «νέου σοσιαλισμού» που ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και κοινωνικοποιεί την κάλυψη των απωλειών με κρατικές αποφάσεις.

Οι εκδοτικοί οίκοι και τα βιβλιοπωλεία που συγκροτούν τον ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ. έχουν ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια εδραίωσης και διαφέντευσης της αγοράς εις βάρος των εργαζόμενών τους, ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης. Πιέζουν για μειώσεις μισθών και εκ περιτροπής εργασία (2ήμερα και 3ήμερα), καταλήγουν σε απλήρωτες υπερωρίες, με υπόνοιες ή και με ευθείες απειλές για απολύσεις. Την ίδια στιγμή στα μικρά και μεγάλα μαγαζιά της περιφέρειας, στους μικρούς ναούς προώθησης και καλλιέργειας του πνεύματος, οι βλαπτικές μεταβολές των συμβάσεων και οι απολύσεις ανέρχονται σε τέτοιον αριθμό που επιβεβαιώνει την περιγραφή τους ως μικρά μαγαζάκια του τρόμου. Βίαιη και δραστική υποβάθμιση της εργασίας, με τα ίδια επιχειρήματα με τους «μεγάλους», βοηθούμενη όμως από τη θολούρα των «οικογενειακών σχέσεων» και το έλλειμμα ταξικής συνείδησης των συναδέλφων, που αρμονικά συνδυαζόμενο με φόβους και ανασφάλειες, δεν τους βοηθά να διαχωρίσουν την εκμετάλλευση από το μέγεθος της επιχείρησης  και τα συμφέροντά τους από αυτά  των εργοδοτών τους.  

 Το ζήτημα είναι κατά πόσο εμείς έχουμε εμπεδώσει ότι δεν είμαστε συνεργάτες τους ώστε να πληρωνόμαστε ανάλογα με την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Το επιχείρημα που συναρτά τα συμφέροντα των εργατών με την κερδοφορία των αφεντικών, ως μοναδικό τρόπο για την αναβάθμιση του επιπέδου ζωής, εδραιώθηκε, δυστυχώς, τα προηγούμενα χρόνια της καταναλωτικής ενσωμάτωσης, των τραπεζικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, μέσω των οποίων ένα μεγάλο μέρος της τάξης μας «μικροαστικοποιήθηκε» κοινωνιολογικά και κυρίως σε επίπεδο συνείδησης. Τα αυτονόητα που μαθαίνουμε από τις οικογένειές μας και τα σχολεία της καθεστωτικής εκπαίδευσης, αποτελούν τους καλύτερους συντηρητές των αλυσίδων μας, περιορίζοντας τις δυνατότητες ακόμα και να φανταστούμε διαφορετικές καταστάσεις. Η δικτατορία της επιβεβλημένης λογικής, που απενοχοποιεί την ιδιοκτησία των εργασιακών χώρων και την υπαγωγή της εργασίας στα συμφέροντα του κεφαλαίου, επιδιώκει τη συμμόρφωσή μας στις επιταγές του εθνικού στόχου της επιστροφής σε αναπτυξιακή πορεία. Αυτή ακριβώς η ανάπτυξη και οι στρατηγικές επιλογές της, αντανακλάται στη δημιουργία του ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ., έξω από (και ενάντια σε) κανονιστικά πλαίσια, με τον ελεύθερο ανταγωνισμό να διαμορφώνει ένα περιβάλλον που θα επιτρέψει τη μονοπώληση της αγοράς και την περαιτέρω συμπίεση του εργασιακού κόστους. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτό το μέγεθος, το εργασιακό κόστος, δεν είναι απρόσωπο: είμαστε εμείς και η ποιότητα της ζωής μας.
 «Εμείς οι άνθρωποι του βιβλίου (έλληνες εκδότες και βιβλιοπώλες) θέλουμε να προβάλουμε το βιβλίο ως ένα μέσο για την ανάπτυξη της χώρας και τη δημιουργία μιας κοινωνίας στηριγμένης σε ουσιαστικές αξίες… Με νέες μεθόδους, με συντονισμένες προσπάθειες και με τη συσπείρωση όλων των επιχειρηματιών του κλάδου που πιστεύουν στη συστηματική δουλειά και είναι έτοιμοι να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση, ο νέος συνδικαλιστικός φορέας αποσκοπεί στην έναρξη διαλόγου με την πολιτεία και τους άλλους επίσημους θεσμούς για τα μεγάλα ζητήματα του πολιτισμού και του βιβλίου». Έτσι αυτοσυστήνονται τα παιδιά του ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ. και κρίνοντας από τα πεπραγμένα τους κατά καιρούς και τώρα, οι κύριοι Πατάκης, Καστανιώτης, Παπαγεωργίου (Μεταίχμιο), Ψυχογιός, Παπασωτηρίου, Λιβάνης, Καρατζάς (Ιανός) και η παρέα τους, έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να ερμηνεύουν τις κοινωνικές ανάγκες και ανησυχίες. Προϊόν του πολιτισμού που ευαγγελίζονται δεν είναι το βιβλίο αλλά το κέρδος και η εκμετάλλευση. Όπως όλα τα αφεντικά, αφού φούσκωσαν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς τα προηγούμενα χρόνια, τώρα στέλνουν το λογαριασμό των «ανοιγμάτων» τους στους εργαζόμενους, ακολουθώντας τις επιταγές της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. Το πράγμα είναι λοιπόν απλό: είτε θα προσφερθούμε σα λίπασμα, είτε θα γίνουμε η άμμος στα γρανάζια τους.
Προφανώς λοιπόν το παρεάκι πρέπει να καταλάβει ότι το κολπάκι της διάσπασης της Π.Ο.Ε.Β. εμάς τουλάχιστον μας αφήνει αδιάφορους, όπως και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί. Για μας είναι όλοι τους στο ίδιο στρατόπεδο και θα πρέπει να εξαναγκαστούν να υπογράψουν συλλογικές δεσμεύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο οι αντιστάσεις στους επιμέρους εργασιακούς χώρους που απαρτίζουν τον ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ. θα πρέπει να συλλογικοποιηθούν και να ενταθούν. Η λογική του να μην παραπιέζουμε γιατί θα ζημιωθεί περαιτέρω η επιχείρηση, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην βιαιότερη υποβάθμιση της εργασίας μας και της ζωής μας. Ο μισθός και οι συνθήκες εργασίας αποτελούν αντανάκλαση της αγωνιστικής ικανότητας και του επιπέδου της ταξικής μας συνεκτικότητας. Δεν είναι απλά ζήτημα χρημάτων, αλλά συμπύκνωση της έκφρασης ανταγωνιστικών σχέσεων εργοδότη-εργαζόμενου. Όσο δεν αντιλαμβανόμαστε τα επίπεδα αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης τόσο η αδηφαγία των αφεντικών θα μεγαλώνει. Εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να αντιτάξουμε στα σχέδια τους και στην «κρισιακή» φλυαρία τους όχι μόνο την πεισματική μας άρνηση σε επιπλέον υποβάθμιση, αλλά και δυναμικούς αγώνες, που θα επιβάλλουν την αναβάθμιση της εργασίας μας.
Για να συμβεί όμως αυτό κανείς και καμιά δεν πρέπει να παραδίνεται στην εσωστρέφεια, στη μοναχική απόγνωση και την ανασφάλεια. Η γνωστοποίηση των εκβιασμών και η συλλογικοποίηση των προβλημάτων σε μια προσπάθεια κοινών απαντήσεων αποτελούν αναγκαία πρώτα βήματα. Όπως και η αναζήτηση συμμαχιών με την αγωνιστική αλληλοστήριξη τόσο μεταξύ των εργαζομένων στον κλάδο μας όσο και με εργαζόμενους σε άλλους κλάδους. Η «μάχη του μισθού» είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να αφεθεί σε κομματικούς μηχανισμούς και πολιτικούς χειρισμούς κάθε απόχρωσης. Οι εργασιακοί χώροι πρέπει να πάρουν φωτιά από εμάς τους ίδιους, λειτουργώντας και ως εφαλτήριο για την περαιτέρω κατανόηση της ταξικής μας ταυτότητας και των δυνατοτήτων μας. Εν κατακλείδι ακόμα και αν δεν επιθυμούμε κάτι παραπάνω από ικανοποιητικούς μισθούς στην ώρα τους και πάλι θα πρέπει να "δουλέψουμε" ώστε το "εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά" να μετατραπεί από σύνθημα σε πραγματική απειλή!
Όλα αυτά όμως με την υπαγωγή της αγωνιστικότητας στην εκλογική διαδικασία γίνονται; Ε, δεν γίνονται!